δεξός

δεξός
-ά, -ό
βλ. δεξιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • десница — правая рука , также десная, церк., ср. ст. слав. деснъ δεξιός (Супр., Мар.), болг. десен м., десна ж., сербохорв. де̏сан, дѐсна, словен. desǝn, ж. desna. Родственно лит. dẽšinas правый , нареч. dešinai ловко; направо , dešinỹs, dešinė̃ правая …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”